-
1 усадка
(уменьшение в объёме, размере при смачивании, сушке, охлаждении и т.п.) η συστολήτο μάζεμα (κατά την ξήρανση, ψύξη κ.λπ.)- амортизационной стойки ав. η συμπίεση του στηρίγματος απορρόφησης κραδασμώνогневая (глиняных изделий) - του πυρός/της φωτιάς (στα είδη κεραμοποιίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усадка
-
2 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля